κανάρα

κανάρα
η
το θηλυκό καναρίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανάρ-ι + κατάλ. -α για τη δήλωση τού θηλ. φύλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χαϊντέρ - Αλή, Χαν Μπεχαντούρ — (1717 – 1782). Ινδός ηγεμόνας του Μπανγκαλόρ, του Μπελαμπούρ και του Μπασαπατνάμ και ραγιάς των Καναρίνων και των Μαλντίβων. Αφού διαδέχτηκε το 1754 τον αδελφό του Ισμαήλ Σαχίμπ, κατέλαβε τους Μαχράτες και, έπειτα, αφού έγινε πρωθυπουργός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”